αποδοσίδι

αποδοσίδι
το [απόδοση]
1. ό,τι οφείλει κανείς να αποδώσει
2. αντικείμενο που παρέλαβε κάποιος από κάποιον άλλον για να το δώσει στον δικαιούχο
3. δώρο σε ανταπόδοση δώρου ή ευεργεσίας
4. ό,τι αποδίδει η γη ή η δουλειά
(«αποδοσίδια του περιβολιού, τ' αργαλειού»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”